διασκελώ
Смотреть что такое "διασκελώ" в других словарях:
διασκελώ — βλ. διασκελίζω … Dictionary of Greek
διασκελώ — διασκέλησα, βλ. διασκελίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκελίζω — και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη 2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα 3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς μσν. κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια … Dictionary of Greek